κλιβάνου

κλιβάνου
κρίβανος
covered earthen vessel
masc gen sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθρακολόγος — ο (κ. αθρακολόγος) μακρύ σιδερένιο κοντάρι με το οποίο ανακατεύουν τα κάρβουνα κλιβάνου ή εστίας, πυρολόγος …   Dictionary of Greek

  • αποτεφρωτήρας — ο τεχνολ. συσκευή με τη μορφή κλιβάνου που χρησιμοποιείται για αποτέφρωση …   Dictionary of Greek

  • γλύπτης — (Sculptor) (Αστρον.).Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου του ουρανού, ανάμεσα στους αστερισμούς του Κήτους, του Υδροχόου, του Νοτίου Ιχθύος, του Γερανού, του Φοίνικα και του Κλίβανου. Στον Γ. βρίσκεται ο νότιος πόλος του Γαλαξία. Ο αστερισμός… …   Dictionary of Greek

  • ημικλίβανος — ἡμικλίβανος, ὁ (Α) πάπ. το μισό μέρος ενός κλιβάνου χωρισμένου στα δύο, το μισοφούρνι …   Dictionary of Greek

  • καμινίων — καμινίων, ωνος, ὁ (Α) επιγρ. ο επιστάτης τού καμινιού, τού κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καμινεύς] …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κλιβανοειδής — και κριβανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κλιβάνου, αυτός που μοιάζει με κλίβανο («πωμάσας τὸν λύχνον... ἀγγείῳ κεραμέῳ κλιβανοειδεῑ», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κυλινδρο ειδής, σταυρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πνιγέας — ο / πνιγεύς, έως, ΝΑ 1. μουσικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στα έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα για να μειωθεί η ένταση τού ήχου τους 2. κωδωνοειδές κάλυμμα κλιβάνου («οἷον πνιγεύς τις περικείμενον τὸ ὄστρακον», Αριστοτ.) αρχ. 1. σκεύος για… …   Dictionary of Greek

  • πρόκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [καῡσις] προθέρμανση κλιβάνου βαλανείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”